- νεφροπηξία
- ηιατρ. χειρουργική επέμβαση που αποσκοπεί στη στερέωση τού νεφρού στη φυσιολογική θέση, σε περιπτώσεις επώδυνης νεφροπτωσίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nephropexy (< νεφρ[ο]-* + -πηξία < πήγνυμι)].
Dictionary of Greek. 2013.